- αλβανικά
- επίρρ. по-албански
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλβανικά — επίρρ. [αλβανικός] με την αλβανική διάλεκτο, αλβανιστί … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Χαν, Γιόχαν — (Hahn, 1811 – 1869). Αυστριακός διπλωμάτης και συγγραφέας. Διετέλεσε πρόξενος της χώρας του στα Ιωάννινα (1847) και γενικός πρόξενος στη Σύρο (1851). Έγραψε Περιηγήσεις από το Βελιγράδι στη Θεσσαλονίκη (1861), Αλβανικά μελετήματα (1854), Ελληνικά … Dictionary of Greek
Λιάπης — ο στον πληθ. Λιάπηδες αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι, κάτοικοι τής Λιαπουριάς, ορεινής περιοχής τής νοτιοδυτικής Αλβανίας, ομάδες τών οποίων κατά την τελευταία βυζαντινή περίοδο κατέβηκαν στη νότια Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν σε μεγάλες πατριές στην… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αλβανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλβανία και στους Αλβανούς 2. αυτός που προέρχεται από την Αλβανία 3. το θηλ. ως ουσ. η Αλβανική (ενν. γλώσσα) η γλώσσα τών Αλβανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός. ΠΑΡ. (νεοελλ). αλβανικά] … Dictionary of Greek
Αποστόλης, Νικολής — (Ψαρά 1770 – Αίγινα 1827). Ψαριανός ναύαρχος και κορυφαίος αγωνιστής του 1821. H οικογένειά του ήταν από τη Μάνη απ όπου έφυγε μετά την ανακατάληψή της από τους Τούρκους (1715). Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τον Λάμπρο Κατσώνη, μετά την ήττα του… … Dictionary of Greek
Αχμέτ Ζώγου — (1896 1961).Αλβανός πρωθυπουργός, πρόεδρος της δημοκρατίας και βασιλιάς. Γεννήθηκε στην περιφέρεια Μικρή Δίβρα (Μάτι) της Αλβανίας όπου η οικογένειά του είχε μεγάλα κτήματα. Καταγόταν από γονείς γνωστών οικογενειών, που πολλά από τα μέλη τους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek
Κοντοστέφανος — Επώνυμο στρατηγών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Αλέξιος (10ος αι.). Διετέλεσε δομέστικος των σχολών της δύσεως (αρχιστράτηγος των δυνάμεων που στάθμευαν στις ευρωπαϊκές επαρχίες) στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ (958 1025) και έλαβε… … Dictionary of Greek